- ρασιοναλιστής
- ο, θηλ. ρασιοναλίστρια, Νοπαδός τού ρασιοναλισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. rationalist < λατ. rationalis «λογικός» < λατ. ratio, -onis «λόγος, λογισμός») + κατάλ. ist (βλ. -ιστής)].
Dictionary of Greek. 2013.